καταφάγωμα

καταφάγωμα
το
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κατατρώγω, τέλειο φάγωμα, καταβρόχθιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φάγωμα (< φάγωμα < φαγώνω), πρβλ. απο-φάγωμα, παρα-φάγωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”